Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφεύγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφ|εύγω <-υγα> [apɔˈfɛvɣɔ] VERB μεταβ

2. αποφεύγω (κάποιο κακό):

αποφεύγω
αποφεύγω ένα ατύχημα

3. αποφεύγω (ξεφεύγω):

αποφεύγω μια ερώτηση

Παραδειγματικές φράσεις με αποφεύγω

αποφεύγω ένα ατύχημα
αποφεύγω μια ερώτηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский