Ελληνικά » Γερμανικά

τη

τη s. τος

Βλέπε και: τος

τος (τη)

τος [tɔs, ti, tɔ] ΑΝΤΩΝ ονομ:

να τος/τη/το!

I . τη(ν) [ti(n)] ΆΡΘ

τη(ν)
sie

II . τη(ν) [ti(n)] ΑΝΤΩΝ

Βλέπε και: ο , Ο

ο [ɔ] ΆΡΘ

ο
der

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский