Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφλοιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφλοιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔfliˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. αποφλοιώνω (φρούτα, λαχανικά):

αποφλοιώνω

2. αποφλοιώνω (πατάτες):

αποφλοιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский