Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφέρ|ω <-α> [apɔˈfɛrɔ] VERB μεταβ (κέρδος)

αποφέρω

Παραδειγματικές φράσεις με αποφέρω

αποφέρω/δίνω κέρδος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский