Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφασίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποφασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔfaˈsizɔ] VERB μεταβ (κάτι)

II . αποφασί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [apɔfaˈsizɔ] VERB αμετάβ

1. αποφασίζω (παίρνω κάποια απόφαση):

αποφασίζω

2. αποφασίζω (ανάμεσα σε περισσότερα πράγματα):

αποφασίζω

3. αποφασίζω ΝΟΜ:

αποφασίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский