Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφοιτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφοιτ|ώ <-άς, -ησα> [apɔfiˈtɔ] VERB αμετάβ

1. αποφοιτώ:

αποφοιτώ από το σχολείο

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με αποφοιτώ

αποφοιτώ από το σχολείο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский