Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποφράζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποφρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈfrazɔ] VERB μεταβ

1. αποφράζω (κλείνω):

αποφράζω

2. αποφράζω (ανοίγω):

αποφράζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский