Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόφραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόφραξ|η <-εις> [aˈpɔfraksi] SUBST θηλ

1. απόφραξη (κλείσιμο):

απόφραξη
Verschluss αρσ
απόφραξη αρτηρίας
εντερική απόφραξη

2. απόφραξη (άνοιγμα):

απόφραξη
Öffnung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απόφραξη

απόφραξη αρτηρίας
εντερική απόφραξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский