Ελληνικά » Γερμανικά

μου [mu] ΑΝΤΩΝ

1. μου (προσωπική αντωνυμία):

μου
mir
δώσε μου
gib mir
μου είπε ότι

2. μου (κτητική αντωνυμία):

μου
mein(e)

μη μου άπτου [mi mu ˈaptu] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский