Γερμανικά » Ελληνικά

I . mich [mɪç] ΠΡΟΣΩΠ ΑΝΤΩΝ

mich αιτ von ich

II . mich [mɪç] ΑΥΤΟΠ ΑΝΤΩΝ αιτ, 1. πρόσ ενικ

Βλέπε και: ich

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"mir" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский