Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φέρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

1. φέρω (έχω: πράγμα, υπογραφή, τίτλο):

φέρω

2. φέρω (ευθύνη, δαπάνες, όπλο, φορώ, υποβαστάζω):

φέρω

3. φέρω (εισάγω):

φέρω

II . φέρομαι VERB αυτοπ ρήμα

φέρομαι βλ φέρνω

Βλέπε και: φέρνω

I . φέρ|νω <-α, -θηκα, -μένος> [ˈfɛrnɔ] VERB μεταβ

2. φέρνω (πηγαίνω και γυρίζω):

θα το φέρω πίσω

3. φέρνω (φτάνω με κάποιο δώρο):

5. φέρνω (προκαλώ):

6. φέρνω (αποφέρω):

II . φέρομαι o φέρνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. φέρομαι o φέρνομαι (συμπεριφέρομαι):

2. φέρομαι o φέρνομαι (λέγομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский