Γερμανικά » Ελληνικά

Gut <-(e)s, Güter> SUBST ουδ

1. Gut (Besitz):

Gut
mein Hab und Gut

3. Gut (Landgut):

Gut

4. Gut συνήθ πλ (Ware):

Gut
Gut
είδος ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gut" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский