Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θείο1 [ˈθiɔ] SUBST ουδ ΧΗΜ

θείο
Schwefel αρσ

θείο2 [ˈθiɔ] (θεότητα)

θείο
Göttlichkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με θείο

θείο δώρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский