Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . άλλ|ος <-η, -ο> [ˈalɔs] ΕΠΊΘ

1. άλλος:

άλλος
andere(r, s)
einmal sagt er …, dann sagt er
ο άλλος κόσμος
das Jenseits ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский