Ελληνικά » Γερμανικά

εκτός [ɛkˈtɔs] ΕΠΊΡΡ

1. εκτός (τοπικά):

εκτός της Αθήνας
εκτός εαυτού
εκτός κινδύνου
εκτός τόπου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский