Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μανάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μανάρι [maˈnari] SUBST ουδ

1. μανάρι ΖΩΟΛ:

μανάρι
Lamm ουδ

2. μανάρι μτφ:

μανάρι μου!

Παραδειγματικές φράσεις με μανάρι

μανάρι μου!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский