Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάρφωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάρφωμα [ˈkarfɔma] SUBST ουδ

1. κάρφωμα (καρφιού):

κάρφωμα
Festnageln ουδ

2. κάρφωμα ΑΘΛ (στο βόλεϊ):

κάρφωμα
Schmetterball αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский