Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρυόφυλλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρυόφυλλο [kaˈri̯ɔfilɔ] SUBST ουδ

1. καρυόφυλλο (γαρίφαλο):

καρυόφυλλο
Nelke θηλ

2. καρυόφυλλο (καρυδόφυλλο):

καρυόφυλλο
Walnussblatt ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский