Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για καρυκεύω στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρυκ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [kariˈcɛvɔ] VERB μεταβ και μτφ

καρυκεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский