Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρφίτσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρφίτσα [karˈfitsa] SUBST θηλ

1. καρφίτσα (του ράφτη):

καρφίτσα
Stecknadel θηλ
καρφίτσα ασφαλείας
δεν έπεφτε καρφίτσα

2. καρφίτσα (μαλλιών):

καρφίτσα
Haarnadel θηλ

3. καρφίτσα (της γραβάτας):

καρφίτσα

Παραδειγματικές φράσεις με καρφίτσα

καρφίτσα ασφαλείας
δεν έπεφτε καρφίτσα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский