Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρ|ώ <-άς, -εσα, -εμένος> [vaˈrɔ] VERB μεταβ

1. βαρώ (χτυπώ):

βαρώ

2. βαρώ (τραυματίζω):

βαρώ

3. βαρώ (στο κυνήγι: λαγό, ελάφι):

βαρώ

Παραδειγματικές φράσεις με βαρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский