Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασαλτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βασαλτικ|ός <-ή, -ό> [vasaltiˈkɔs] ΕΠΊΘ

βασαλτικός
Basalt-
Basaltschicht θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский