Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όρεξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όρεξ|η <-εις> [ˈɔrɛksi] SUBST θηλ

2. όρεξη (για φαγητό):

όρεξη
Appetit αρσ
έχω όρεξη για κάτι
Appetit auf etw αιτ haben
ανοίγω την όρεξη
χωρίς όρεξη
καλή όρεξη!
μένω με την όρεξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский