Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξύλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξύλο [ˈksilɔ] SUBST ουδ

1. ξύλο (υλικό):

ξύλο
Holz ουδ
fossiles Holz ουδ
Kernholz ουδ

2. ξύλο (κομμάτι ξύλο):

ξύλο
Stück ουδ Holz

3. ξύλο:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский