Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτρ|έπω <-εψα, -άπηκα> [apɔˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

1. αποτρέπω (κακό, κίνδυνο):

αποτρέπω

ιδιωτισμοί:

αποτρέπω κάποιον από κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με αποτρέπω

αποτρέπω κάποιον από κάτι
αποτρέπω το κακό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский