Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κακό [kaˈkɔ] SUBST ουδ

2. κακό (κακό και δυσάρεστο πράγμα):

κακό
Übel ουδ
το κακό είναι ότι
αναγκαίο κακό
das Hauptübel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский