Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποτρελαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποτρελ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [apɔtrɛˈlɛnɔ] VERB μεταβ και μτφ (εκνευρίζω υπερβολικά)

αποτρελαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский