Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάνεις“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΑΝΤΩΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский