Ελληνικά » Γερμανικά

ώρα [ˈɔra] SUBST θηλ

3. ώρα (διάστημα της ημέρας):

ώρα
Tageszeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский