Γερμανικά » Ελληνικά

I . tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB μεταβ

2. tun (setzen, stellen, legen):

tun

II . tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский