Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενεργώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB αμετάβ

2. ενεργώ (φάρμακο: φέρνω αποτέλεσμα):

ενεργώ

3. ενεργώ (προσπαθώ να επιτύχω):

ενεργώ να βρω κάτι

II . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB μεταβ

1. ενεργώ (εκτελώ, διεξάγω):

ενεργώ
ενεργώ εκλογές

2. ενεργώ (έγγραφο):

ενεργώ

III . ενεργούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский