Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιγάρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιγάρο [tsiˈɣarɔ] SUBST ουδ

τσιγάρο
Zigarette θηλ
τσιγάρο με φίλτρο
τσιγάρο χωρίς φίλτρο
τσιγάρο χωρίς φίλτρο
στριφτό τσιγάρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский