Ελληνικά » Γερμανικά

μέτρο [ˈmɛtrɔ] SUBST ουδ

1. μέτρο (πρότυπο σύγκρισης, βαθμός, μήκος, πλάτος, βάθος):

μέτρο
Maß ουδ
die Maße ουδ πλ
Maße ουδ πλ und Gewichte
μέτρο μήκους
Längenmaß ουδ
μέτρο σύγκρισης μτφ

2. μέτρο (100 εκατοστά):

μέτρο
Meter αρσ
τρέχον μέτρο
laufender Meter αρσ
Quadratmeter αρσ
κυβικό μέτρο
Kubikmeter αρσ

3. μέτρο (ποίησης):

μέτρο
Versmaß ουδ
μέτρο
Metrum ουδ

5. μέτρο ΜΟΥΣ:

μέτρο
Takt αρσ

μετρό [mɛˈtrɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский