Ελληνικά » Γερμανικά

αν [an], εάν [ɛˈan] ΣΎΝΔ

1. αν:

αν
αν έρθει
αν όχι
αν ναι

2. αν (ερωτηματικά):

αν
ob
δεν ξέρω αν
ich weiß nicht, ob

αν-φάς [anˈfas] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский