Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάπνισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κάπνισμα [ˈkapnizma] SUBST ουδ

1. κάπνισμα (τσιγάρων):

κάπνισμα
Rauchen ουδ
απαγορεύεται το κάπνισμα

2. κάπνισμα (κρέατος):

κάπνισμα
Räuchern ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κάπνισμα

απαγορεύεται το κάπνισμα!
παρατώ το κάπνισμα
απόμαθε το κάπνισμα
κόβω το κάπνισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский