Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζυγιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζυγιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ziˈjazɔ] VERB μεταβ

1. ζυγιάζω (μετρώ το βάρος):

ζυγιάζω

2. ζυγιάζω (φορτίο):

ζυγιάζω

II . ζυγιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ζυγιάζομαι (βρίσκω την ισορροπία):

Παραδειγματικές φράσεις με ζυγιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский