Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έλα

έλα s. έρχομαι

Βλέπε και: έρχομαι

έρχομαι <ήρθα> [ˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

έλα μέσα/έξω
έλα πίσω
(για) έλα λίγο
έλα τώρα!
ja?

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский