Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άκρη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άκρη [ˈakri] SUBST θηλ

2. άκρη (επιφάνειας, αντικειμένου: ακρινή περιοχή):

άκρη
Rand αρσ
χωρίς άκρη

3. άκρη (αντικειμένου: εκεί που σχηματίζει τη γωνία):

άκρη
Kante θηλ
Vorderkante θηλ
Hinterkante θηλ

4. άκρη (βελόνας, μολυβιού):

άκρη
Spitze θηλ
Zungenspitze θηλ
άκρη της μύτης
Nasenspitze θηλ
άκρη του βουνού
Bergspitze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский