Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαστήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαστήριο [ðikasˈtiriɔ] SUBST ουδ

δικαστήριο
Gericht ουδ
πηγαίνω κάποιον στο δικαστήριο
προσφεύγω στο δικαστήριο
ακυρωτικό δικαστήριο
αναθεωρητικό δικαστήριο
δικαστήριο ανηλίκων
Jugendgericht ουδ
διαιτητικό δικαστήριο
διοικητικό δικαστήριο
έκτακτο δικαστήριο
Sondergericht ουδ
επαναστατικό δικαστήριο
(μικτό) ορκωτό δικαστήριο
Schwurgericht ουδ
ομοσπονδιακό δικαστήριο
Bundesgericht ουδ
πειθαρχικό δικαστήριο
ποινικό δικαστήριο
Strafgericht ουδ
πολιτικό δικαστήριο
Zivilgericht ουδ
δικαστήριο πτωχεύσεων
στρατιωτικό δικαστήριο
Gerichtsort αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δικαστήριο

διαιτητικό δικαστήριο
πολυμελές δικαστήριο
αναθεωρητικό δικαστήριο
δικαστήριο ανηλίκων
ποινικό δικαστήριο
ορκωτό δικαστήριο
αναιρετικό δικαστήριο
δευτεροβάθμιο δικαστήριο
πειθαρχικό δικαστήριο
πολιτικό δικαστήριο
δικαστήριο πτωχεύσεων
στρατιωτικό δικαστήριο
επαναστατικό δικαστήριο
ακυρωτικό δικαστήριο
διοικητικό δικαστήριο
έκτακτο δικαστήριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский