Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντάμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ντάμα [ˈdama] SUBST θηλ (κυρία, στο χορό, σκάκι, χαρτοπαιξία)

ντάμα
Dame θηλ
ντάμα μπαστούνι

Παραδειγματικές φράσεις με ντάμα

ντάμα καρό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский