Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπαστούνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπαστούνι [basˈtuni] SUBST ουδ

1. μπαστούνι (για περίπατο):

μπαστούνι
Spazierstock αρσ

2. μπαστούνι (γενικότερα):

μπαστούνι
Stock αρσ

3. μπαστούνι ΑΘΛ:

μπαστούνι
Schläger αρσ
μπαστούνι του γκολφ
Golfschläger αρσ
μπαστούνι του μπέιζμπολ
μπαστούνι του σόφτμπολ
μπαστούνι (του) τερματοφύλακα
μπαστούνι του χόκεϊ
μπαστούνι του χόκεϊ επί πάγου

4. μπαστούνι (του κρίκετ):

μπαστούνι
Schlagholz ουδ

5. μπαστούνι (στα χαρτιά):

μπαστούνι
Pik ουδ
ρήγας μπαστούνι

Παραδειγματικές φράσεις με μπαστούνι

ντάμα μπαστούνι
ρήγας μπαστούνι
μπαστούνι του γκολφ
μπαστούνι του μπέιζμπολ
μπαστούνι του σόφτμπολ
μπαστούνι (του) τερματοφύλακα
σαν φάντης μπαστούνι
μπαστούνι του χόκεϊ
μπαστούνι του χόκεϊ επί πάγου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский