Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπασταρδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μπασταρδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [bastarˈðɛvɔ] VERB μεταβ (νοθεύω)

μπασταρδεύω

II . μπασταρδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [bastarˈðɛvɔ] VERB αμετάβ (χειροτερεύω)

μπασταρδεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский