Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπασμέν|ος <-η, -ο> [bazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (σε μυστικό)

μπασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский