Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μπατάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μπατάρ|ω <-α [ή -ισα], -ισμένος> [baˈtarɔ] VERB μεταβ/αμετάβ (ανατρέπω, ανατρέπομαι)

μπατάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский