Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρίσκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βρίσκω <βρήκα, βρέθηκα> [ˈvriskɔ] VERB μεταβ

3. βρίσκω (ανταμώνω):

βρίσκω

5. βρίσκω (εξακριβώνω μαντεύοντας):

βρίσκω

6. βρίσκω (για σφαίρα όπλου):

βρίσκω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский