Γερμανικά » Ελληνικά

alle [ˈalə] ΕΠΊΡΡ

1. alle (verbraucht):

das Bier ist alle

All <-s> [al] SUBST ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"alle" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский