Ελληνικά » Γερμανικά

I . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +αιτ

1. κατά (δηλώνοντας αναφορά):

κατά

2. κατά (δηλώνοντας κατεύθυνση):

κατά το ποτάμι
κατά δω/κει

3. κατά (δηλώνοντας χρονική εγγύτητα):

κατά

4. κατά (δηλώνοντας χρονική σύμπτωση):

κατά την άφιξή μου +γεν
κατά την άφιξή μου +γεν
während +γεν

5. κατά (δηλώνοντας επιμερισμό):

κατά τεμάχια
κατά δυάδες
κατά δεκάδες

II . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] PREP +γεν [kaˈta] (εναντίον)

III . κατά [ˈkata [ή ]kaˈta] in bestimmten Fügungen vor Vokal auch, κατ' [kat], καθ' [kaθ] ΕΠΊΡΡ [kaˈta] (εναντίον)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский