εισόδημα [iˈsɔðima] SUBST ουδ
1. εισόδημα (χρηματικό έσοδο):
- εισόδημα
- Einkommen ουδ
- χωρίς εισόδημα
-
-
- Agrareinkommen ουδ
- ακαθάριστο/μικτό εισόδημα
- Bruttoeinkommen ουδ
- αφορολόγητο εισόδημα
-
- δεδουλευμένο εισόδημα
-
- διαθέσιμο εισόδημα
-
- εθνικό εισόδημα
- Volkseinkommen ουδ
- εθνικό εισόδημα
-
- ακαθάριστο εθνικό εισόδημα
-
- εισόδημα επιχειρηματία
-
- εισόδημα εργαζομένου
-
-
- Arbeitseinkommen ουδ
- εισόδημα από μη εξαρτημένη εργασία
-
- εισοδήματα ουδ πλ εταιρείας
-
- ετήσιο εισόδημα
- Jahreseinkommen ουδ
-
- Gewinneinkommen ουδ
- καθαρό εισόδημα
- Nettoeinkommen ουδ
- εισοδήματα ουδ πλ κεφαλαίου
-
- κύριο εισόδημα
- Haupteinkommen ουδ
- μέσο εισόδημα
-
- μεταβιβαστικό εισόδημα
-
- εισόδημα από περιουσιακά στοιχεία
-
- (διαθέσιμο) πραγματικό εισόδημα
-
- πρόσθετο εισόδημα
- Zusatzeinkommen ουδ
- συνολικό εισόδημα
- Gesamteinkommen ουδ
- εισοδήματα ουδ πλ από χρεόγραφα
-
- φόρος αρσ εισοδήματος
- Einkommensteuer θηλ
- ανάπτυξη θηλ εισοδήματος
-
2. εισόδημα (σοδειά):
- εισόδημα
- Ernte θηλ
εισόδημα SUBST
- οικογενειακό εισόδημα ουδ
-
- οικογενειακό εισόδημα ουδ
-
εισόδημα SUBST
- βασικό εισόδημα ουδ
- Grundeinkommen ουδ
εισόδημα SUBST
- τεκμαρτό εισόδημα ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- εθνικό εισόδημα
- Volkseinkommen ουδ
- μικτό εισόδημα
- Bruttoeinkommen ουδ
- καθαρό εισόδημα
- Nettoeinkommen ουδ
- φορολογητέο εισόδημα
- χωρίς εισόδημα