Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκέφτομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκέφτ|ομαι <-ηκα> [ˈscɛftɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. σκέφτομαι (η πράξη του νου):

σκέφτομαι

3. σκέφτομαι (φαντάζομαι):

σκέφτομαι

II . σκέφτ|ομαι <-ηκα> [ˈscɛftɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский