Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μέσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μέσα [ˈmɛsa] vor στο(ν), στη(ν), στο, στους, στις, στα auch:, μες [mɛs] ΕΠΊΡΡ

έλα μέσα
πήγαινε μέσα
είναι μέσα
ήρθε από μέσα
μέσα σε μια ώρα
είναι μέσα οικ (στη φυλακή)

Παραδειγματικές φράσεις με μέσα

Lehrmittel ουδ πλ
μέσα ουδ πλ παραγωγής
Produktionsmittel ουδ πλ
μέσα ουδ πλ χρηματοδότησης
έλα μέσα
είναι μέσα
Verkehrsmittel ουδ πλ
πέρασε (μέσα) (πήγε μέσα)
finanzielle Mittel ουδ πλ
Mittel ουδ πλ
unlautere Mittel ουδ πλ
Rechtsinstrumente ουδ πλ
Werbemittel ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский